- παλιουροφόρος
- πᾰλῐουροφόρος θρῖναξ, ὁ, three-pronged forkA made of the wood of the
παλίουρος 1
, AP6.95 (Antiphil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλίουρος 1
, AP6.95 (Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλιουροφόρος — παλιουροφόρος, ον (Α) φρ. «παλιουροφόρος θρίναξ» τρίκρανο κατασκευασμένο από κορμό τού φυτού παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίουρος + φόρος*] … Dictionary of Greek
παλιουροφόρον — παλιουροφόρος made of the wood of the masc/fem acc sg παλιουροφόρος made of the wood of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek